- ἡσυχιότης
- ἡσῠχ-ιότης, ητος, ἡ,= ἡσυχία, Id.Chrm.159b, 159d; ἡ. τινός hisA quiet disposition, Lys.26.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ησυχιότης — ἡσυχιότης, ἡ (Α) [ησύχιος] ηρεμία, γαλήνη, ειρηνική διάθεση … Dictionary of Greek
ἡσυχιότης — quiet disposition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχιότητα — ἡσυχιότης quiet disposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχιότητι — ἡσυχιότης quiet disposition fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχιότητος — ἡσυχιότης quiet disposition fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)